- διαβολικός
- 1) démoniaque2) diabolique
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
διαβολικός — slanderous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολικός — ή, ό (AM διαβολικός, ή όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάβολο, αυτός που έχει τις ιδιότητες τού διαβόλου, ο σατανικός 2. κακεντρεχής, δόλιος, μοχθηρός αρχ. αυτός που έχει την τάση ή τη διάθεση να διαβάλλει … Dictionary of Greek
διαβολικός — ή, ό επίρρ. ά άνθρωπος με πνεύμα μοχθηρό και πονηρό, δόλιο: Δεν τον θέλω σπίτι μου! Είναι άνθρωπος διαβολικός! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαβολικά — διαβολικός slanderous neut nom/voc/acc pl διαβολικά̱ , διαβολικός slanderous fem nom/voc/acc dual διαβολικά̱ , διαβολικός slanderous fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολικῶν — διαβολικός slanderous fem gen pl διαβολικός slanderous masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολικόν — διαβολικός slanderous masc acc sg διαβολικός slanderous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολικαῖς — διαβολικός slanderous fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολικαί — διαβολικός slanderous fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολικοῖς — διαβολικός slanderous masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολικοί — διαβολικός slanderous masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολικοῦ — διαβολικός slanderous masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)